διασκελώ

διασκελώ
βλ. διασκελίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διασκελώ — διασκέλησα, βλ. διασκελίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διασκελίζω — και διασκελώ και διασκελάω και δρασκελώ και δρασκελάω (Μ διασκελίζομαι) 1. διαβαίνω πάνω από κάτι με ανοιχτά τα σκέλη 2. βαδίζω γρήγορα με μεγάλα βήματα 3. μετρώ απόσταση με δρασκελισμούς μσν. κάθομαι με ανοιχτά τα πόδια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”